καλούμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καλούμα | οι | καλούμες |
| γενική | της | καλούμας | των | (καλουμών) |
| αιτιατική | την | καλούμα | τις | καλούμες |
| κλητική | καλούμα | καλούμες | ||
| Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καλούμα < → δείτε τη λέξη καλούμπα
Μεταφράσεις
καλούμα
|
→ δείτε τη λέξη καλούμπα |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.