καλορίζικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καλορίζικος | η | καλορίζικη | το | καλορίζικο |
| γενική | του | καλορίζικου | της | καλορίζικης | του | καλορίζικου |
| αιτιατική | τον | καλορίζικο | την | καλορίζικη | το | καλορίζικο |
| κλητική | καλορίζικε | καλορίζικη | καλορίζικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καλορίζικοι | οι | καλορίζικες | τα | καλορίζικα |
| γενική | των | καλορίζικων | των | καλορίζικων | των | καλορίζικων |
| αιτιατική | τους | καλορίζικους | τις | καλορίζικες | τα | καλορίζικα |
| κλητική | καλορίζικοι | καλορίζικες | καλορίζικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- καλορίζικος < μεσαιωνική ελληνική καλορίζικος < καλός + ριζικό (< αρχαία ελληνική ῥιζικός < ῥίζα)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.loˈɾi.zi.kos/
Επίθετο
καλορίζικος, -η (-ια), -ο
- καλότυχος, τυχερός, κι ως εκ τούτου ευτυχισμένος (χρησιμοποιείται σε ευχές για μια νέα αρχή ή κάτι νέο)
- Καλορίζικος. Νὰ ζήσῃ / ὁ νηὸς γαΐδαρος, ν᾿ ἀξίνῃ. / Νὰ σοῦ ζήση, νὰ σοῦ γίνῃ / ὡς καθὼς ἐπιθυμᾶς. (Ανδρέας Λασκαράτος, Συχαριάσματα εις γενέθλια γαϊδάρου)
- (ουσιαστικοποιημένο) τα καλορίζικα: οι σχετικές ευχές
Συγγενικά
- καλορίζικα
- καλοριζικεύω
- καλοριζικιά
- → δείτε τις λέξεις καλός και ρίζα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.