καλές

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καλές οι καλέδες
      γενική του καλέ των καλέδων
    αιτιατική τον καλέ τους καλέδες
     κλητική καλέ καλέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καλές < οθωμανική τουρκική قلعه (kal'a) < αραβική قلعة (qalʕa, οχυρό) Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά

ΔΦΑ : /kaˈles/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καλές

Ουσιαστικό

καλές αρσενικό

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

καλές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.