κουλές

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κουλές οι κουλέδες
      γενική του κουλέ των κουλέδων
    αιτιατική τον κουλέ τους κουλέδες
     κλητική κουλέ κουλέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κουλές < (άμεσο δάνειο) τουρκική kule < περσική قله < αραβική قَلْعَة (qalʿä, φρούριο)

Ουσιαστικό

κουλές αρσενικό

  1. πύργος
      Το όνομά του πρίν ήτο Πύργος του Αίματος ( Κανλί Κουλές ) , εσχάτως δε μόνον εις τα 1908 οι Νεότουρκοι του επέρασαν ένα λευκόν ασβέστωμα και τον μετονόμασαν αύθις Λευκός Πύργος ( Μπεάζ - Κουλέ ) . » (Ιστορία του Βαλκανοτουρκικού πολέμου, Ηλίας Οικονομόπουλος, Εκδ. Κατάστημα Κωστόπουλου και Πετράκου, 1914, σελ. 1028 )
  2. κάστρο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

κουλές θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.