κακόγουστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κακόγουστος η κακόγουστη το κακόγουστο
      γενική του κακόγουστου της κακόγουστης του κακόγουστου
    αιτιατική τον κακόγουστο την κακόγουστη το κακόγουστο
     κλητική κακόγουστε κακόγουστη κακόγουστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κακόγουστοι οι κακόγουστες τα κακόγουστα
      γενική των κακόγουστων των κακόγουστων των κακόγουστων
    αιτιατική τους κακόγουστους τις κακόγουστες τα κακόγουστα
     κλητική κακόγουστοι κακόγουστες κακόγουστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κακόγουστος < κακό- + γούστ(ο) + ος < βενετική gusto < λατινική gustus < πρωτοϊταλική *gustus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵéwstus (γεύομαι) < *ǵews (δοκιμάζω, γεύομαι)

Επίθετο

κακόγουστος, -η, -ο

  1. που έχει γίνει με έλλειψη καλαισθησίας, καλού γούστου
  2. που φανερώνει έλλειψη καλαισθησίας

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.