κακόγουστα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κακόγουστα < κακόγουστος + -α < κακό- + γούστο
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
κακόγουστα
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
κακόγουστα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του κακόγουστος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.