καλόγουστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καλόγουστος η καλόγουστη το καλόγουστο
      γενική του καλόγουστου της καλόγουστης του καλόγουστου
    αιτιατική τον καλόγουστο την καλόγουστη το καλόγουστο
     κλητική καλόγουστε καλόγουστη καλόγουστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καλόγουστοι οι καλόγουστες τα καλόγουστα
      γενική των καλόγουστων των καλόγουστων των καλόγουστων
    αιτιατική τους καλόγουστους τις καλόγουστες τα καλόγουστα
     κλητική καλόγουστοι καλόγουστες καλόγουστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

καλόγουστος < καλό- + γούστ(ο) + -ος < βενετική gusto < λατινική gustus < πρωτοϊταλική *gustus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵéwstus (γεύομαι) < *ǵews (δοκιμάζω, γεύομαι)

Επίθετο

καλόγουστος

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.