κακομεταχειρισμένος
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κακομεταχειρισμένος: μετοχή. Μορφολογικά αναλύεται σε κακο- + μεταχειρισμένος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.ko.me.ta.çi.ɾiˈzme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐κο‐με‐τα‐χει‐ρι‐σμέ‐νος
Μετοχή
κακομεταχειρισμένος, -η, -ο (μετοχή παθητικού παρακειμένου)
- μετοχή παρακειμένου του παθητικού ρήματος κακομεταχειρίζομαι
Μεταφράσεις
κακομεταχειρισμένος
|
|
Πηγές
- κακομεταχειρισμένος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.