κακομεταχειρίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κακομεταχειρίζομαι < κακο- + μεταχειρίζομαι ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική maltraiter[1])
Ρήμα
κακομεταχειρίζομαι (μεταβατικό)
- χειρίζομαι άσχημα
- (μεταφορικά) φέρνομαι άσχημα σε κάποιον ή κάτι
Συγγενικά
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | κακομεταχειρίζομαι | κακομεταχειριζόμουν(α) | θα κακομεταχειρίζομαι | να κακομεταχειρίζομαι | ||
| β' ενικ. | κακομεταχειρίζεσαι | κακομεταχειριζόσουν(α) | θα κακομεταχειρίζεσαι | να κακομεταχειρίζεσαι | (κακομεταχειρίζου) | |
| γ' ενικ. | κακομεταχειρίζεται | κακομεταχειριζόταν(ε) | θα κακομεταχειρίζεται | να κακομεταχειρίζεται | ||
| α' πληθ. | κακομεταχειριζόμαστε | κακομεταχειριζόμαστε κακομεταχειριζόμασταν |
θα κακομεταχειριζόμαστε | να κακομεταχειριζόμαστε | ||
| β' πληθ. | κακομεταχειρίζεστε | κακομεταχειριζόσαστε κακομεταχειριζόσασταν |
θα κακομεταχειρίζεστε | να κακομεταχειρίζεστε | (κακομεταχειρίζεστε) | |
| γ' πληθ. | κακομεταχειρίζονται | κακομεταχειρίζονταν κακομεταχειριζόντουσαν |
θα κακομεταχειρίζονται | να κακομεταχειρίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κακομεταχειρίστηκα | θα κακομεταχειριστώ | να κακομεταχειριστώ | κακομεταχειριστεί | ||
| β' ενικ. | κακομεταχειρίστηκες | θα κακομεταχειριστείς | να κακομεταχειριστείς | κακομεταχειρίσου | ||
| γ' ενικ. | κακομεταχειρίστηκε | θα κακομεταχειριστεί | να κακομεταχειριστεί | |||
| α' πληθ. | κακομεταχειριστήκαμε | θα κακομεταχειριστούμε | να κακομεταχειριστούμε | |||
| β' πληθ. | κακομεταχειριστήκατε | θα κακομεταχειριστείτε | να κακομεταχειριστείτε | κακομεταχειριστείτε | ||
| γ' πληθ. | κακομεταχειρίστηκαν κακομεταχειριστήκαν(ε) |
θα κακομεταχειριστούν(ε) | να κακομεταχειριστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω κακομεταχειριστεί | είχα κακομεταχειριστεί | θα έχω κακομεταχειριστεί | να έχω κακομεταχειριστεί | κακομεταχειρισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις κακομεταχειριστεί | είχες κακομεταχειριστεί | θα έχεις κακομεταχειριστεί | να έχεις κακομεταχειριστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει κακομεταχειριστεί | είχε κακομεταχειριστεί | θα έχει κακομεταχειριστεί | να έχει κακομεταχειριστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε κακομεταχειριστεί | είχαμε κακομεταχειριστεί | θα έχουμε κακομεταχειριστεί | να έχουμε κακομεταχειριστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε κακομεταχειριστεί | είχατε κακομεταχειριστεί | θα έχετε κακομεταχειριστεί | να έχετε κακομεταχειριστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν κακομεταχειριστεί | είχαν κακομεταχειριστεί | θα έχουν κακομεταχειριστεί | να έχουν κακομεταχειριστεί | ||
Μεταφράσεις
κακομεταχειρίζομαι
- κακομεταχειρίζομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.