κακομαθημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κακομαθημένος | η | κακομαθημένη | το | κακομαθημένο |
| γενική | του | κακομαθημένου | της | κακομαθημένης | του | κακομαθημένου |
| αιτιατική | τον | κακομαθημένο | την | κακομαθημένη | το | κακομαθημένο |
| κλητική | κακομαθημένε | κακομαθημένη | κακομαθημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κακομαθημένοι | οι | κακομαθημένες | τα | κακομαθημένα |
| γενική | των | κακομαθημένων | των | κακομαθημένων | των | κακομαθημένων |
| αιτιατική | τους | κακομαθημένους | τις | κακομαθημένες | τα | κακομαθημένα |
| κλητική | κακομαθημένοι | κακομαθημένες | κακομαθημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κακομαθημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κακομαθαίνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.