καθούμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καθούμενος | η | καθούμενη | το | καθούμενο |
| γενική | του | καθούμενου | της | καθούμενης | του | καθούμενου |
| αιτιατική | τον | καθούμενο | την | καθούμενη | το | καθούμενο |
| κλητική | καθούμενε | καθούμενη | καθούμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καθούμενοι | οι | καθούμενες | τα | καθούμενα |
| γενική | των | καθούμενων | των | καθούμενων | των | καθούμενων |
| αιτιατική | τους | καθούμενους | τις | καθούμενες | τα | καθούμενα |
| κλητική | καθούμενοι | καθούμενες | καθούμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /kaˈθu.me.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐θού‐με‐νος
Μετοχή
καθούμενος, -η, -ο (μετοχή παθητικού ενεστώτα)
- (λαϊκότροπο) λαϊκός τύπος του καθήμενος που κάθεται στην έκφραση στα καλά καθούμενα
Εκφράσεις
Μεταφράσεις
καθούμενος
|
|
Πηγές
- καθούμενος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- καθούμενος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.