καθημερινότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καθημερινότητα | οι | καθημερινότητες |
| γενική | της | καθημερινότητας | των | καθημερινοτήτων |
| αιτιατική | την | καθημερινότητα | τις | καθημερινότητες |
| κλητική | καθημερινότητα | καθημερινότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καθημερινότητα < καθημερινός + -ότητα
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.θi.me.ɾiˈno.ti.ta/
Ουσιαστικό
καθημερινότητα θηλυκό (δόκιμο κυρίως στον ενικό
- το σύνολο των δραστηριοτήτων και συνηθειών που συνθέτουν μια συνηθισμένη μέρα
- ο κινηματογράφος είναι μέρος της καθημερινότητάς μου
- (αρνητικά) η συνήθεια πράξεων ή/και σκέψεων που εκτελεί (ή έχει) κανείς μηχανικά, αυτόματα, χωρίς να το συνειδητοποιεί, η ρουτίνα, η καθημερινή επανάληψη πράξεων χωρίς ενδιαφέρον που οδηγεί στη φθορά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.