καθημερινότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καθημερινότητα οι καθημερινότητες
      γενική της καθημερινότητας των καθημερινοτήτων
    αιτιατική την καθημερινότητα τις καθημερινότητες
     κλητική καθημερινότητα καθημερινότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καθημερινότητα < καθημερινός + -ότητα

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.θi.me.ɾiˈno.ti.ta/

Ουσιαστικό

καθημερινότητα θηλυκό (δόκιμο κυρίως στον ενικό

  1. το σύνολο των δραστηριοτήτων και συνηθειών που συνθέτουν μια συνηθισμένη μέρα
    ο κινηματογράφος είναι μέρος της καθημερινότητάς μου
  2. (αρνητικά) η συνήθεια πράξεων ή/και σκέψεων που εκτελεί (ή έχει) κανείς μηχανικά, αυτόματα, χωρίς να το συνειδητοποιεί, η ρουτίνα, η καθημερινή επανάληψη πράξεων χωρίς ενδιαφέρον που οδηγεί στη φθορά
    με έχει κουράσει πια η καθημερινότητα, θέλω να φύγω μακριά
     συνώνυμα: ρουτίνα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.