ρουτίνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ρουτίνα οι ρουτίνες
      γενική της ρουτίνας
    αιτιατική τη ρουτίνα τις ρουτίνες
     κλητική ρουτίνα ρουτίνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ρουτίνα < (άμεσο δάνειο) γαλλική routine  + κατάληξη θηλυκού [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ɾuˈti.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρουτίνα

Ουσιαστικό

ρουτίνα θηλυκό

  1. η μονότονη καθημερινότητα
  2. η τυποποιημένη αλληλουχία (χορού, γυμναστικής, πολεμικής τέχνης, προγραμματισμού, προετοιμασίας, τεχνικής κτλ)
  3. (προγραμματισμός) επαναλαμβανόμενο πρόγραμμα, μέρος σχεδίου
    χρειάζεται παράδειγμα

Παράγωγα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.