ρουτίνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ρουτίνα | οι | ρουτίνες |
| γενική | της | ρουτίνας | — | |
| αιτιατική | τη | ρουτίνα | τις | ρουτίνες |
| κλητική | ρουτίνα | ρουτίνες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ρουτίνα < (άμεσο δάνειο) γαλλική routine + κατάληξη θηλυκού -α [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɾuˈti.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρου‐τί‐να
Ουσιαστικό
ρουτίνα θηλυκό
- η μονότονη καθημερινότητα
- η τυποποιημένη αλληλουχία (χορού, γυμναστικής, πολεμικής τέχνης, προγραμματισμού, προετοιμασίας, τεχνικής κτλ)
- (προγραμματισμός) επαναλαμβανόμενο πρόγραμμα, μέρος σχεδίου
- → χρειάζεται παράδειγμα
Παράγωγα
- ρουτινιάρικος
- ρουτινιέρης - ρουτινιέρισσα
- ρουτινιέρικα (επίρρημα)
- ρουτινιέρικος
Αναφορές
- ρουτίνα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.