κερματοδέκτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κερματοδέκτης | οι | κερματοδέκτες |
| γενική | του | κερματοδέκτη | των | κερματοδεκτών |
| αιτιατική | τον | κερματοδέκτη | τους | κερματοδέκτες |
| κλητική | κερματοδέκτη | κερματοδέκτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κερματοδέκτης < κέρματ(ος) + -ο- + δέκτης
Ουσιαστικό
κερματοδέκτης αρσενικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.