κατακερματίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κατακερματίζω < αρχαία ελληνική κατακερματίζω < κατά + κερματίζω < κέρμα

Ρήμα

κατακερματίζω, πρτ.: κατακερμάτιζα, στ.μέλλ.: θα κατακερματίσω, αόρ.: κατακερμάτισα, παθ.φωνή: κατακερματίζομαι, μτχ.π.π.: κατακερματισμένος

Συνώνυμα

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.