κατακερματίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κατακερματίζω < αρχαία ελληνική κατακερματίζω < κατά + κερματίζω < κέρμα
Ρήμα
κατακερματίζω, πρτ.: κατακερμάτιζα, στ.μέλλ.: θα κατακερματίσω, αόρ.: κατακερμάτισα, παθ.φωνή: κατακερματίζομαι, μτχ.π.π.: κατακερματισμένος
- διαιρώ σε πολύ μικρά κομμάτια
Συνώνυμα
- κομματιάζω
- διαλύω
- σπάω
- σπαράζω, σπαράσσω
- ξεσκλάω, ξεσκλίζω
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | κατακερματίζω | κατακερμάτιζα | θα κατακερματίζω | να κατακερματίζω | κατακερματίζοντας | |
| β' ενικ. | κατακερματίζεις | κατακερμάτιζες | θα κατακερματίζεις | να κατακερματίζεις | κατακερμάτιζε | |
| γ' ενικ. | κατακερματίζει | κατακερμάτιζε | θα κατακερματίζει | να κατακερματίζει | ||
| α' πληθ. | κατακερματίζουμε | κατακερματίζαμε | θα κατακερματίζουμε | να κατακερματίζουμε | ||
| β' πληθ. | κατακερματίζετε | κατακερματίζατε | θα κατακερματίζετε | να κατακερματίζετε | κατακερματίζετε | |
| γ' πληθ. | κατακερματίζουν(ε) | κατακερμάτιζαν κατακερματίζαν(ε) |
θα κατακερματίζουν(ε) | να κατακερματίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κατακερμάτισα | θα κατακερματίσω | να κατακερματίσω | κατακερματίσει | ||
| β' ενικ. | κατακερμάτισες | θα κατακερματίσεις | να κατακερματίσεις | κατακερμάτισε | ||
| γ' ενικ. | κατακερμάτισε | θα κατακερματίσει | να κατακερματίσει | |||
| α' πληθ. | κατακερματίσαμε | θα κατακερματίσουμε | να κατακερματίσουμε | |||
| β' πληθ. | κατακερματίσατε | θα κατακερματίσετε | να κατακερματίσετε | κατακερματίστε | ||
| γ' πληθ. | κατακερμάτισαν κατακερματίσαν(ε) |
θα κατακερματίσουν(ε) | να κατακερματίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω κατακερματίσει | είχα κατακερματίσει | θα έχω κατακερματίσει | να έχω κατακερματίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις κατακερματίσει | είχες κατακερματίσει | θα έχεις κατακερματίσει | να έχεις κατακερματίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει κατακερματίσει | είχε κατακερματίσει | θα έχει κατακερματίσει | να έχει κατακερματίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε κατακερματίσει | είχαμε κατακερματίσει | θα έχουμε κατακερματίσει | να έχουμε κατακερματίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε κατακερματίσει | είχατε κατακερματίσει | θα έχετε κατακερματίσει | να έχετε κατακερματίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν κατακερματίσει | είχαν κατακερματίσει | θα έχουν κατακερματίσει | να έχουν κατακερματίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.