pièce
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ⓘ
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| pièce | pièces |
pièce (fr) θηλυκό
- το κομμάτι
- il a partagé sa fortune en cinq pièces - χώρισε την περιουσία του σε πέντε κομμάτια
- το δωμάτιο, ο χώρος (ενός διαμερίσματος), ο οντάς
- il habite un trois pièces en plein centre ville - κατοικεί σε ένα διαμέρισμα τριών δωματίων στο κέντρο της πόλης
- το κέρμα
- est-ce que tu as une pièce pour le caddie ? - μήπως έχεις κανένα κέρμα για το καρότσι;
- το εξάρτημα
- une pièce standard- τυποποιημένο εξάρτημα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.