μίασμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μίασμα τα μιάσματα
      γενική του μιάσματος των μιασμάτων
    αιτιατική το μίασμα τα μιάσματα
     κλητική μίασμα μιάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μίασμα < αρχαία ελληνική μίασμα < μιαίνω

Ουσιαστικό

μίασμα ουδέτερο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.