κάθαρσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | κάθαρσῐς | αἱ | καθάρσεις |
| γενική | τῆς | καθάρσεως | τῶν | καθάρσεων |
| δοτική | τῇ | καθάρσει | ταῖς | καθάρσεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | κάθαρσῐν | τὰς | καθάρσεις |
| κλητική ὦ! | κάθαρσῐ | καθάρσεις | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καθάρσει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | καθαρσέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
κάθαρσις θηλυκό
- εξαγνισμός
- (ιατρική) αποβολή υγρών
- (μεταφορικά) η κάθαρση
- ※ 4ος αιώνας πκε ⌘ Ἀριστοτέλης, Ποιητική (Po. 1449b28)
- τραγῳδία […] διʼ ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν
Πηγές
- κάθαρσις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κάθαρσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.