κάθαρσις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κάθαρσῐς αἱ καθάρσεις
      γενική τῆς καθάρσεως τῶν καθάρσεων
      δοτική τῇ καθάρσει ταῖς καθάρσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κάθαρσῐν τὰς καθάρσεις
     κλητική ! κάθαρσῐ καθάρσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καθάρσει
γεν-δοτ τοῖν  καθαρσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κάθαρσις < καθαίρω, θέμα καθαρ- (< καθαρός) + -σις

Ουσιαστικό

κάθαρσις θηλυκό

  1. εξαγνισμός
  2. (ιατρική) αποβολή υγρών
  3. (μεταφορικά) η κάθαρση
      4ος αιώνας πκε Ἀριστοτέλης, Ποιητική (Po. 1449b28)
    τραγῳδία [] διʼ ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν

Συγγενικά

  • καθάρσιον

 και δείτε τις λέξεις καθαίρω και καθαρός

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.