ιονιστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ιονιστής | οι | ιονιστές |
| γενική | του | ιονιστή | των | ιονιστών |
| αιτιατική | τον | ιονιστή | τους | ιονιστές |
| κλητική | ιονιστή | ιονιστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ιονιστής < ιονισμός
Ουσιαστικό
ιονιστής αρσενικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.