ιονιστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ιονιστής οι ιονιστές
      γενική του ιονιστή των ιονιστών
    αιτιατική τον ιονιστή τους ιονιστές
     κλητική ιονιστή ιονιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ιονιστής < ιονισμός

Ουσιαστικό

ιονιστής αρσενικό

  • συσκευή που ιονίζει την ατμόσφαιρα με αποτέλεσμα αρκετά σωματίδια να βαραίνουν και να κατακάθονται με τη μορφή σκόνης ώστε να μειώνεται η ποσότητά τους στον αέρα που αναπνέουμε

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.