ιοντόσφαιρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ιοντόσφαιρα οι ιοντόσφαιρες
      γενική της ιοντόσφαιρας των ιοντοσφαιρών
    αιτιατική την ιοντόσφαιρα τις ιοντόσφαιρες
     κλητική ιοντόσφαιρα ιοντόσφαιρες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ιοντόσφαιρα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ιοντόσφαιρα θηλυκό

 δείτε τη λέξη  ιονόσφαιρα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.