ιονόσφαιρα

Νέα ελληνικά (el)


 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ιονόσφαιρα οι ιονόσφαιρες
      γενική της ιονόσφαιρας των ιονοσφαιρών
    αιτιατική την ιονόσφαιρα τις ιονόσφαιρες
     κλητική ιονόσφαιρα ιονόσφαιρες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ιονόσφαιρα < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική ionosphère < ιόν + -σφαιρα


Ουσιαστικό

ιονόσφαιρα θηλυκό

  • το ανώτερο στρώμα της ατμόσφαιρας· εκτείνεται σε ύψος περίπου 50 έως 500 χλμ από την επιφάνεια της γης και παρουσιάζει μεγάλη συγκέντρωση ιόντων και ελεύθερων ηλεκτρονίων


Συνώνυμα


Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.