ιοντικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιοντικός η ιοντική το ιοντικό
      γενική του ιοντικού της ιοντικής του ιοντικού
    αιτιατική τον ιοντικό την ιοντική το ιοντικό
     κλητική ιοντικέ ιοντική ιοντικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιοντικοί οι ιοντικές τα ιοντικά
      γενική των ιοντικών των ιοντικών των ιοντικών
    αιτιατική τους ιοντικούς τις ιοντικές τα ιοντικά
     κλητική ιοντικοί ιοντικές ιοντικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ιοντικός < ιόν + -ικός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική ionique[1] [2] ή (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική ionic[2])

Επίθετο

ιοντικός

  • που έχει σχέση με τα ιόντα, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτά

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη ιόν

Μεταφράσεις

  1. ιοντικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. ιοντικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.