ιχνηλατημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιχνηλατημένος η ιχνηλατημένη το ιχνηλατημένο
      γενική του ιχνηλατημένου της ιχνηλατημένης του ιχνηλατημένου
    αιτιατική τον ιχνηλατημένο την ιχνηλατημένη το ιχνηλατημένο
     κλητική ιχνηλατημένε ιχνηλατημένη ιχνηλατημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιχνηλατημένοι οι ιχνηλατημένες τα ιχνηλατημένα
      γενική των ιχνηλατημένων των ιχνηλατημένων των ιχνηλατημένων
    αιτιατική τους ιχνηλατημένους τις ιχνηλατημένες τα ιχνηλατημένα
     κλητική ιχνηλατημένοι ιχνηλατημένες ιχνηλατημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ιχνηλατημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ιχνηλατώ

Προφορά

ΔΦΑ : /i.xni.la.tiˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ιχνηλατημένος

Μετοχή

ιχνηλατημένος

  • που έχουν ακολουθήσει και βρει τα ίχνη του

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.