ισόμορφος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ισόμορφος η ισόμορφη το ισόμορφο
      γενική του ισόμορφου της ισόμορφης του ισόμορφου
    αιτιατική τον ισόμορφο την ισόμορφη το ισόμορφο
     κλητική ισόμορφε ισόμορφη ισόμορφο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ισόμορφοι οι ισόμορφες τα ισόμορφα
      γενική των ισόμορφων των ισόμορφων των ισόμορφων
    αιτιατική τους ισόμορφους τις ισόμορφες τα ισόμορφα
     κλητική ισόμορφοι ισόμορφες ισόμορφα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ισόμορφος < ισό- + -μορφος (μορφή)

Προφορά

ΔΦΑ : /iˈso.moɾ.fos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ισόμορφος

Επίθετο

ισόμορφος, -η, -ο

  1. που έχει την ίδια ή παρόμοια δομή ή διαμόρφωση με κάποιον ή κάτι άλλο
  2. (σπάνιο) ομοιόμορφος

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις ίσος και μορφή

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.