ιστογράφος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η ιστογράφος οι ιστογράφοι
      γενική του/της ιστογράφου των ιστογράφων
    αιτιατική τον/την ιστογράφο τους/τις ιστογράφους
     κλητική ιστογράφε ιστογράφοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ιστογράφος < ιστός + κατάληξη -γράφος < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική blogger

Ουσιαστικό

ιστογράφος αρσενικό ή θηλυκό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.