ιστολόγος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | ιστολόγος | οι | ιστολόγοι |
| γενική | του/της | ιστολόγου | των | ιστολόγων |
| αιτιατική | τον/την | ιστολόγο | τους/τις | ιστολόγους |
| κλητική | ιστολόγε | ιστολόγοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ιστολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- νεολογισμός, πληροφορική
- ο χρήστης ενός ιστολογίου
- ο αρθρογράφος ενός ιστολογίου
- ο διαχειριστής ενός ιστολογίου
Συνώνυμα
- ιστολογία (ιατρική)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.