ιστολόγος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η ιστολόγος οι ιστολόγοι
      γενική του/της ιστολόγου των ιστολόγων
    αιτιατική τον/την ιστολόγο τους/τις ιστολόγους
     κλητική ιστολόγε ιστολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ιστολόγος < ιστός + επίθημα -λόγος < (απόδοση) αγγλική blogger

Ουσιαστικό

ιστολόγος αρσενικό ή θηλυκό

νεολογισμός, πληροφορική
  1. ο χρήστης ενός ιστολογίου
  2. ο αρθρογράφος ενός ιστολογίου
  3. ο διαχειριστής ενός ιστολογίου

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.