ισοσταθμιστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ισοσταθμιστής | οι | ισοσταθμιστές |
| γενική | του | ισοσταθμιστή | των | ισοσταθμιστών |
| αιτιατική | τον | ισοσταθμιστή | τους | ισοσταθμιστές |
| κλητική | ισοσταθμιστή | ισοσταθμιστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ισοσταθμιστής < ισοσταθμίζω + -τής (2. (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική equalizer)
Ουσιαστικό
ισοσταθμιστής αρσενικό
- αυτός που ισοσταθμίζει
- (ειδικότερα) πρόγραμμα διαχείρισης, επαναρρύθμισης (σε σχέση με το αρχικό σήμα) και τροποποίησης σχετικών εντάσεων ανά συχνοτική μπάντα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.