διαχείριση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | διαχείριση | οι | διαχειρίσεις |
| γενική | της | διαχείρισης* | των | διαχειρίσεων |
| αιτιατική | τη | διαχείριση | τις | διαχειρίσεις |
| κλητική | διαχείριση | διαχειρίσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, διαχειρίσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διαχείριση < αρχαία ελληνική διαχείρισις
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði̯aˈçi.ɾi.si/ & /ðʝaˈçi.ɾi.si/
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις διαχειρίζομαι και χέρι
Πολυλεκτικοί όροι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.