μπάντα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μπάντα | οι | μπάντες |
| γενική | της | μπάντας | — | |
| αιτιατική | την | μπάντα | τις | μπάντες |
| κλητική | μπάντα | μπάντες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μπάντα < (άμεσο δάνειο) ιταλική banda[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈban.da/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπά‐ντα
Ουσιαστικό
μπάντα θηλυκό
Αναφορές
- μπάντα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.