συχνοτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συχνοτικός η συχνοτική το συχνοτικό
      γενική του συχνοτικού της συχνοτικής του συχνοτικού
    αιτιατική τον συχνοτικό τη συχνοτική το συχνοτικό
     κλητική συχνοτικέ συχνοτική συχνοτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συχνοτικοί οι συχνοτικές τα συχνοτικά
      γενική των συχνοτικών των συχνοτικών των συχνοτικών
    αιτιατική τους συχνοτικούς τις συχνοτικές τα συχνοτικά
     κλητική συχνοτικοί συχνοτικές συχνοτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

συχνοτικός < συχνότητα + -ικός

Επίθετο

συχνοτικός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.