ικέτισσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ικέτισσα | οι | ικέτισσες |
| γενική | της | ικέτισσας | των | ικετισσών |
| αιτιατική | την | ικέτισσα | τις | ικέτισσες |
| κλητική | ικέτισσα | ικέτισσες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
ικέτισσα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.