ικέτισσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ικέτισσα οι ικέτισσες
      γενική της ικέτισσας των ικετισσών
    αιτιατική την ικέτισσα τις ικέτισσες
     κλητική ικέτισσα ικέτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ικέτισσα < ικέτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Ουσιαστικό

ικέτισσα θηλυκό

 δείτε τη λέξη  ικέτης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.