ἱκέτης

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἱκέτης οἱ ἱκέται
      γενική τοῦ ἱκέτου τῶν ἱκετῶν
      δοτική τῷ ἱκέτ τοῖς ἱκέταις
    αιτιατική τὸν ἱκέτην τοὺς ἱκέτᾱς
     κλητική ! ἱκέτ ἱκέται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἱκέτ
γεν-δοτ τοῖν  ἱκέταιν
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἱκέτης < (ἵκω φτάνω, απλώνω), θέμα ἱκ- + -έτης. Ήδη μυκηναϊκή 𐀂𐀐𐀲 (i-ke-ta) [1]

Επίθετο

ἱκέτης (ῐ) αρσενικό (θηλυκό ἱκέτις)

Παράγωγα

  • ἀνικέτευτος
  • ἐξικετεύω
  • εὐικέτευτος
  • ἱκεταδόκος
  • Ἱκεταονίδης
  • ἱκέτας
  • Ἱκετάων
  • ἱκετεία
  • ἱκέτευμα
  • ἱκέτευσις
  • ἱκετευτέος
  • ἱκετευτικός
  • ἱκετεύω
  • ἱκετήριος
  • ἱκετηρίς
  • ἱκετήσιος
  • Ἱκέτιδες (τίτλος τραγωδιών του Ευριπίδη, του Αισχύλου)
  • ἱκετικός
  • ἵκετις
  • ἱκέτις
  • ἱκετοδόχος
  • ἱκετώσυνα
  • καθικετεύω
  • κατικετεύω
  • προϊκετεύω
  • προσικετεύω
  • συνικετεύω

Αναφορές

  1. ικέτης - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.