ικετευτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ικετευτικός | η | ικετευτική | το | ικετευτικό |
| γενική | του | ικετευτικού | της | ικετευτικής | του | ικετευτικού |
| αιτιατική | τον | ικετευτικό | την | ικετευτική | το | ικετευτικό |
| κλητική | ικετευτικέ | ικετευτική | ικετευτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ικετευτικοί | οι | ικετευτικές | τα | ικετευτικά |
| γενική | των | ικετευτικών | των | ικετευτικών | των | ικετευτικών |
| αιτιατική | τους | ικετευτικούς | τις | ικετευτικές | τα | ικετευτικά |
| κλητική | ικετευτικοί | ικετευτικές | ικετευτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ικετευτικός < (ελληνιστική κοινή) ἱκετευτικός < αρχαία ελληνική ἱκετεύω < ἱκέτης < ἱκνέομαι / ἱκνοῦμαι
Συνώνυμα
Συγγενικά
- ικετευτικά
- → δείτε τις λέξεις ικεσία και άφιξη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.