ιδιωτεύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ιδιωτεύω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

ιδιωτεύω

  • ζω ως ιδιώτης, απομακρύνομαι από τη δημόσια ζωή, παύω να ασχολούμαι με τα δημόσια πράγματα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.