ἰδιότης

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἰδιότης αἱ ἰδιότητες
      γενική τῆς ἰδιότητος τῶν ἰδιοτήτων
      δοτική τῇ ἰδιότητ ταῖς ἰδιότησ(ν)
    αιτιατική τὴν ἰδιότητ τὰς ἰδιότητᾰς
     κλητική ! ἰδιότης ἰδιότητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἰδιότητε
γεν-δοτ τοῖν  ἰδιοτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἰδιότης < ἴδιο(ς) + -της

Ουσιαστικό

ἰδιότης θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.