ἰδιότης
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ἰδιότης | αἱ | ἰδιότητες |
| γενική | τῆς | ἰδιότητος | τῶν | ἰδιοτήτων |
| δοτική | τῇ | ἰδιότητῐ | ταῖς | ἰδιότησῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | ἰδιότητᾰ | τὰς | ἰδιότητᾰς |
| κλητική ὦ! | ἰδιότης | ἰδιότητες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἰδιότητε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἰδιοτήτοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Πηγές
- ἰδιότης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἰδιότης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.