ασυλία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ασυλία οι ασυλίες
      γενική της ασυλίας των ασυλιών
    αιτιατική την ασυλία τις ασυλίες
     κλητική ασυλία ασυλίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ασυλία < αρχαία ελληνική ἀσυλία

Ουσιαστικό

ασυλία θηλυκό

  1. η ιδιότητα ιερού χώρου ως απαραβίαστου
  2. το δικαίωμα της μη παραβίασης χώρου
  3. (νομικός όρος): το νόμιμα ακαταδίωκτο
  4. νομικός όρος, πολιτική: το ακαταδίωκτο του βουλευτή
    βουλευτική ασυλία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.