ασυλία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ασυλία | οι | ασυλίες |
| γενική | της | ασυλίας | των | ασυλιών |
| αιτιατική | την | ασυλία | τις | ασυλίες |
| κλητική | ασυλία | ασυλίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ασυλία < αρχαία ελληνική ἀσυλία
Ουσιαστικό
ασυλία θηλυκό
- η ιδιότητα ιερού χώρου ως απαραβίαστου
- το δικαίωμα της μη παραβίασης χώρου
- (νομικός όρος): το νόμιμα ακαταδίωκτο
- νομικός όρος, πολιτική: το ακαταδίωκτο του βουλευτή
- βουλευτική ασυλία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.