ιδιωτισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ιδιωτισμός οι ιδιωτισμοί
      γενική του ιδιωτισμού των ιδιωτισμών
    αιτιατική τον ιδιωτισμό τους ιδιωτισμούς
     κλητική ιδιωτισμέ ιδιωτισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ιδιωτισμός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἰδιωτισμός (κοινή ή χυδαία έκφραση, έλλειψη καλλιέργειας), λόγιο ενδογενές δάνειο: σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική idiom < αρχαία ελληνική ἰδίωμα[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /i.ði.o.tiˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ιδιωτισμός

Ουσιαστικό

ιδιωτισμός αρσενικό

  • (γλωσσολογία) στερεότυπη έκφραση με ιδιαίτερη σημασία· γλωσσική σύναψη που αποτελεί ιδιαιτερότητα μιας συγκεκριμένης γλώσσας ή διαλέκτου και δεν είναι δυνατόν να κατανοηθεί ως το άθροισμα των γνωστών εννοιών των λέξεων που την αποτελούν

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.