θωρακικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | θωρακικός | η | θωρακική | το | θωρακικό |
| γενική | του | θωρακικού | της | θωρακικής | του | θωρακικού |
| αιτιατική | τον | θωρακικό | τη | θωρακική | το | θωρακικό |
| κλητική | θωρακικέ | θωρακική | θωρακικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | θωρακικοί | οι | θωρακικές | τα | θωρακικά |
| γενική | των | θωρακικών | των | θωρακικών | των | θωρακικών |
| αιτιατική | τους | θωρακικούς | τις | θωρακικές | τα | θωρακικά |
| κλητική | θωρακικοί | θωρακικές | θωρακικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /θo.ɾa.ciˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θω‐ρα‐κι‐κός
Επίθετο
θωρακικός, -ή, -ό
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη θώρακας
Αναφορές
- θωρακικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|
| θωρᾱκικο- | |||||||
| ονομαστική | ὁ | θωρακικός | ἡ | θωρακική | τὸ | θωρακικόν | |
| γενική | τοῦ | θωρακικοῦ | τῆς | θωρακικῆς | τοῦ | θωρακικοῦ | |
| δοτική | τῷ | θωρακικῷ | τῇ | θωρακικῇ | τῷ | θωρακικῷ | |
| αιτιατική | τὸν | θωρακικόν | τὴν | θωρακικήν | τὸ | θωρακικόν | |
| κλητική ὦ! | θωρακικέ | θωρακική | θωρακικόν | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | ||||||
| ονομαστική | οἱ | θωρακικοί | αἱ | θωρακικαί | τὰ | θωρακικᾰ́ | |
| γενική | τῶν | θωρακικῶν | τῶν | θωρακικῶν | τῶν | θωρακικῶν | |
| δοτική | τοῖς | θωρακικοῖς | ταῖς | θωρακικαῖς | τοῖς | θωρακικοῖς | |
| αιτιατική | τοὺς | θωρακικούς | τὰς | θωρακικᾱ́ς | τὰ | θωρακικᾰ́ | |
| κλητική ὦ! | θωρακικοί | θωρακικαί | θωρακικᾰ́ | ||||
| δυϊκός | |||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | θωρακικώ | τὼ | θωρακικᾱ́ | τὼ | θωρακικώ | |
| γεν-δοτ | τοῖν | θωρακικοῖν | τοῖν | θωρακικαῖν | τοῖν | θωρακικοῖν | |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | |||||||
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη θώραξ
Πηγές
- θωρακικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- θωρακικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.