θωράκιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το θωράκιο τα θωράκια
      γενική του θωρακίου
& θωράκιου
των θωρακίων
    αιτιατική το θωράκιο τα θωράκια
     κλητική θωράκιο θωράκια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θωράκιο < ελληνιστική κοινή θωράκιον < αρχαία ελληνική θώραξ

Προφορά

ΔΦΑ : /θo.ˈra.ci.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θωράκιο

Ουσιαστικό

θωράκιο ουδέτερο

  1. (λόγιο) στηθαίο, παραπέτο
  2. (ειδικότερα, θρησκεία) μαρμάρινο στηθαίο ως τέμπλο παλαιοχριστιανικού ναού (στο μεσοδιάστημα κιόνων)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.