παραπέτο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | παραπέτο | τα | παραπέτα |
| γενική | του | παραπέτου | των | παραπέτων |
| αιτιατική | το | παραπέτο | τα | παραπέτα |
| κλητική | παραπέτο | παραπέτα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παραπέτο < (άμεσο δάνειο) ιταλική parapetto < para- + petto < λατινική pectus < πρωτοϊταλική *pectos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peg (πλευρά)
Ουσιαστικό
παραπέτο ουδέτερο
- στηθαίο
- (ναυτικός όρος) κουπαστή
- ※ Απάνω στο κατάστρωμα του βαποριού, ακουμπισμένοι στο πρυμιό παραπέτο, ο Αντώνης με τον Κωνσταντή αγναντεύουν τη γαλάζια απεραντοσύνη, που ξανοίγεται μπροστά στα μάτια τους. (Τάκης Αδάμος Καφεζυθεστιατόριον «Η Μεγάλη Ελλάς» [διήγημα])
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.