μεσοδιάστημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μεσοδιάστημα | τα | μεσοδιαστήματα |
| γενική | του | μεσοδιαστήματος | των | μεσοδιαστημάτων |
| αιτιατική | το | μεσοδιάστημα | τα | μεσοδιαστήματα |
| κλητική | μεσοδιάστημα | μεσοδιαστήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μεσοδιάστημα < μέσο + διάστημα < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική interspace
Μεταφράσεις
μεσοδιάστημα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.