μεσοθωράκιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μεσοθωράκιο | τα | μεσοθωράκια |
| γενική | του | μεσοθωράκιου & μεσοθωρακίου |
των | μεσοθωράκιων & μεσοθωρακίων |
| αιτιατική | το | μεσοθωράκιο | τα | μεσοθωράκια |
| κλητική | μεσοθωράκιο | μεσοθωράκια | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
μεσοθωράκιο ουδέτερο
- Το διάστημα που βρίσκεται μεταξύ των δυο υπεζοκωτικών κοιλοτήτων στον θώρακα και περιέχει την καρδιά την τραχεία, τον οισοφάγο, μεγάλα αγγεία, λεμφαδένες και νευρικά πλέγματα
Μεταφράσεις
μεσοθωράκιο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.