θυσιάζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
θυσιάζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος θυσιάζω
- απαρνιέμαι ό,τι μου είναι πιο πολύτιμο για να επιτευχθεί κάποιος σκοπός που θεωρώ ότι έχει μεγαλύτερη αξία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.