θυμοειδής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θυμοειδής η θυμοειδής το θυμοειδές
      γενική του θυμοειδούς* της θυμοειδούς του θυμοειδούς
    αιτιατική τον θυμοειδή τη θυμοειδή το θυμοειδές
     κλητική θυμοειδή(ς) θυμοειδής θυμοειδές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θυμοειδείς οι θυμοειδείς τα θυμοειδή
      γενική των θυμοειδών των θυμοειδών των θυμοειδών
    αιτιατική τους θυμοειδείς τις θυμοειδείς τα θυμοειδή
     κλητική θυμοειδείς θυμοειδείς θυμοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

θυμοειδής < αρχαία ελληνική θυμοειδής

Επίθετο

θυμοειδής, -ής, -ές

  1. (λόγιο) ζωηρός, ορμητικός
  2. ουδέτερο (ουσιαστικοποιημένο) θυμοειδές: το μέρος της ψυχής που περικλείει το συναίσθημα και τη βούληση
     συνώνυμα: θυμικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις


Αρχαία ελληνικά (grc)

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ θυμοειδής τὸ θυμοειδές οἱ, αἱ θυμοειδεῖς τὰ θυμοειδ
Γενική τοῦ, τῆς θυμοειδοῦς τοῦ θυμοειδοῦς τῶν θυμοειδῶν τῶν θυμοειδῶν
Δοτική τῷ, τῇ θυμοειδεῖ τῷ θυμοειδεῖ τοῖς, ταῖς θυμοειδέσι(ν) τοῖς θυμοειδέσι(ν)
Αιτιατική τὸν, τὴν θυμοειδ τὸ θυμοειδές τοὺς, τὰς θυμοειδεῖς τὰ θυμοειδ
Κλητική θυμοειδές θυμοειδές θυμοειδεῖς θυμοειδ
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική θυμοειδεῖ
Γενική-Δοτική θυμοειδοῖν

Ετυμολογία

θυμοειδής < θυμός + εἶδος

Επίθετο

θυμοειδής, -ής, -ές

  1. θαρραλέος
  2. εύθυμος
  3. παράφορος
  4. οξύθυμος
  5. ευέξαπτος
  6. (για άλογα) άγριος, ατίθασος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.