θυμικό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | θυμικό | τα | θυμικά |
| γενική | του | θυμικού | των | θυμικών |
| αιτιατική | το | θυμικό | τα | θυμικά |
| κλητική | θυμικό | θυμικά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- θυμικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου θυμικός
Ουσιαστικό
θυμικό ουδέτερο
- η συναισθηματική αιτιότητα-αφετηρία της θέλησης
- το μέρος της ψυχής που περικλείει το συναίσθημα και τη βούληση
- Για το λόγο αυτό δεν σκεφτόμαστε μόνο με το μυαλό και με τη λογική, αλλά και με το θυμικό. (*)
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη θυμός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.