θυμικό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το θυμικό τα θυμικά
      γενική του θυμικού των θυμικών
    αιτιατική το θυμικό τα θυμικά
     κλητική θυμικό θυμικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θυμικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου θυμικός

Ουσιαστικό

θυμικό ουδέτερο

  1. η συναισθηματική αιτιότητα-αφετηρία της θέλησης
  2. το μέρος της ψυχής που περικλείει το συναίσθημα και τη βούληση
  • Για το λόγο αυτό δεν σκεφτόμαστε μόνο με το μυαλό και με τη λογική, αλλά και με το θυμικό. (*)

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

θυμικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.