θριαμβευτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θριαμβευτικός η θριαμβευτική το θριαμβευτικό
      γενική του θριαμβευτικού της θριαμβευτικής του θριαμβευτικού
    αιτιατική τον θριαμβευτικό τη θριαμβευτική το θριαμβευτικό
     κλητική θριαμβευτικέ θριαμβευτική θριαμβευτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θριαμβευτικοί οι θριαμβευτικές τα θριαμβευτικά
      γενική των θριαμβευτικών των θριαμβευτικών των θριαμβευτικών
    αιτιατική τους θριαμβευτικούς τις θριαμβευτικές τα θριαμβευτικά
     κλητική θριαμβευτικοί θριαμβευτικές θριαμβευτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

θριαμβευτικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή θριαμβευτικός < θριαμβευτής < λατινική triumphalis[1] < αρχαία ελληνική θρίαμβος

Προφορά

ΔΦΑ : /θɾi.aɱ.ve.ftiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θριαμβευτικός

Επίθετο

θριαμβευτικός, -ή, -ό

  1. που αποτελεί θρίαμβο
    θριαμβευτική νίκη
  2. που σχετίζεται ή μοιάζει με θρίαμβο
    θριαμβευτική υποδοχή

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη θρίαμβος

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

θριαμβευτικός < θριαμβευτ(ής) + -ικός < (μεταφραστικό δάνειο) λατινική triumphalis[1] < αρχαία ελληνική θρίαμβος

Επίθετο

θριαμβευτικός, -ή, -όν

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη θρίαμβος

Αναφορές

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.