θριαμβεύτρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θριαμβεύτρια οι θριαμβεύτριες
      γενική της θριαμβεύτριας των θριαμβευτριών
    αιτιατική τη θριαμβεύτρια τις θριαμβεύτριες
     κλητική θριαμβεύτρια θριαμβεύτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θριαμβεύτρια < θριαμβευτής + -τρια

Ουσιαστικό

θριαμβεύτρια θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.