οπιομανής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οπιομανής η οπιομανής το οπιομανές
      γενική του οπιομανούς* της οπιομανούς του οπιομανούς
    αιτιατική τον οπιομανή την οπιομανή το οπιομανές
     κλητική οπιομανή(ς) οπιομανής οπιομανές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οπιομανείς οι οπιομανείς τα οπιομανή
      γενική των οπιομανών των οπιομανών των οπιομανών
    αιτιατική τους οπιομανείς τις οπιομανείς τα οπιομανή
     κλητική οπιομανείς οπιομανείς οπιομανή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

οπιομανής < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική opiomane < ελληνιστική κοινή ὄπιον + -μανής

Επίθετο

οπιομανής, -ής, -ές

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.