θεριακλίδισσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | θεριακλίδισσα | οι | θεριακλίδισσες |
| γενική | της | θεριακλίδισσας | των | θεριακλιδισσών |
| αιτιατική | τη | θεριακλίδισσα | τις | θεριακλίδισσες |
| κλητική | θεριακλίδισσα | θεριακλίδισσες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
θεριακλίδισσα θηλυκό
- θηλυκό του θεριακλής
- Tο γνώρισα ένα μεσημέρι καθώς περιτριγύριζε ένα γύρω στο Σταθμό μη βρει κάνα φανταχτερό χαρτί, κάνα πιωμένο τσιγάρο για τη βάβω τη θεριακλίδισσα, κάνα σάπιο φρούτο για να καταλαγιάσει την πείνα του. (Μενέλαος Λουντέμης, Συννεφιάζει)
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
θεριακλίδισσα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.