cure
Αγγλικά (en)
Ρήμα
| ενεστώτας | cure |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | cures |
| αόριστος | cured |
| παθητική μετοχή | cured |
| ενεργητική μετοχή | curing |
cure (en)
- θεραπεύω, γιατρεύω, απαλλάσσω έναν άνθρωπο ή ένα ζώο από μια ασθένεια
- ↪ The doctor cured him of the ulcer.
- Ο γιατρός τον θεράπευσε από το έλκος.
- ↪ I was cured in a month.
- Θεραπεύτηκα σ' ένα μήνα.
- ↪ He came out of the hospital cured and healthy as before.
- Βγήκε από το νοσοκομείο θεραπευμένος και υγιής όπως πριν.
- ↪ No doctor could cure me.
- Κανένας γιατρός δεν μπόρεσε να με γιατρέψει.
- ↪ The doctor cured him of the ulcer.
- θεραπεύω, καταπολεμώ μια ασθένεια
- ↪ Modern medicine cures diseases which were once considered incurable.
- Η σύγχρονη ιατρική θεραπεύει αρρώστιες που κάποτε τις θεωρούσαν ανίατες.
- ↪ Modern medicine cures diseases which were once considered incurable.
- θεραπεύω, αντιμετωπίζω κάτι
- ↪ The financial needs of this municipality can’t be cured without a generous subsidy.
- Οι οικονομικές ανάγκες του δήμου δε θεραπεύονται χωρίς γενναία επιχορήγηση.
- ↪ We need to cure the evil (e.g., terrorism, drugs) before it takes on great proportions.
- Πρέπει να θεραπεύσουμε το κακό (π.χ. τρομοκρατία, ναρκωτικά), πριν πάρει μεγάλες διαστάσεις.
- ↪ The financial needs of this municipality can’t be cured without a generous subsidy.
- γιατρεύω, σταματώ κάποιον από το να συμπεριφέρεται με έναν συγκεκριμένο τρόπο, ειδικά έναν τρόπο που είναι κακός ή ενοχλητικός
- ↪ He can’t be cured of his obsession.
- Δεν μπορεί να γιατρευτεί από το πάθος του.
- ↪ He can’t be cured of his obsession.
- αλατίζω, επεξεργάζομαι το φαγητό ή τον καπνό με αλάτι, ζέστη κτλ. για να το συντηρήσω
- ↪ They split the fish, cure them, and then leave them to dry in the sun.
- Σκίζουν τα ψάρια, τ΄ αλατίζουν και μετά τ΄ αφήνουν να ξεραθούν στον ήλιο.
- ↪ The villagers kept the cured pork in clay pots.
- Οι χωρικοί διατηρούσαν το αλατισμένο χοιρινό σε πήλινα δοχεία.
- ↪ They split the fish, cure them, and then leave them to dry in the sun.
Γαλλικά (fr)
Ουσιαστικό
cure (fr)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.